Το βαπόρι
Θόλωνε το βράδυ και βαρύ επροχώρει
μπλάβο σαν ‘να σύγνεφο μελάνι
μέσα στην αχλύ του –όργιο- το βαπόρι
κι ήμπε σιγανά μες το λιμάνι.
Το βαπόρι, είπα με ψυχή σκιαγμένη,
νάτο το βαπόρι –όρνιο- νάτο,
τάχα ποιόν ν’αρπάξει έχει έρθει και προσμένει
μουχτερό και δόλιο, από δω κάτω;
Ήταν μου το θάρρος έντρομο και όμως
μαύρες υποψίες έχω εντός μου
-ξέρω- ένας κρύφιος θα με φέρει δρόμος
όξ’ από τα όρια του κόσμου.
Άχ δυστυχισμένος έκλαιγα όλη νύχτα
τις προετοιμασίες κάνοντας του Άδη
κι όλο το βαπόρι ρεύονταν κι αλύχτα
-ύαινα τυφλή- μες στο σκοτάδι.
Την αυγή δεν τόδα! Στα νερά επροχώρει
μιά γραμμή –που τα ουράνια σμίγει-
φιδωτή μου δείχνει πούθε το βαπόρι,
πούθε το βαπόρι –μου- είχε φύγει.
Τώρα, πιό θλιμμένος την ψυχή μου ανοίγω,
τραγουδεί πικρά η λύπη εντός μου:
Άχ τι ευκαιρία πούχασα να φύγω
όξ’ από τα όρια του κόσμου!...
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment