Ενα μακάριο καρτέλ
Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*
Δανείζομαι τον ορισμό από τα εμπορικό δίκαιο: «καρτέλ» είναι η σύμπραξη επιχειρήσεων, που συνεννοούνται μεταξύ τους για να ελέγξουν την παραγωγή, τις τιμές και, κατ' επέκταση, την αγορά. Κρυφές και συνήθως άτυπες, οι συμπράξεις αυτές, θεωρητικά τουλάχιστον, απαγορεύονται και τιμωρούνται, διότι νοθεύουν τον ανταγωνισμό.
Στην πολιτική επιστήμη, ο όρος καρτέλ χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια για τον χαρακτηρισμό των κομμάτων εκείνων που, παρά τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές τους, συνεργάζονται στην πράξη. Και τούτο, με σκοπό να διατηρήσουν τα «κεκτημένα» τους και να εμποδίσουν την εμφάνιση νέων πολιτικών παικτών, που θα τα απειλούσαν. Οπως μας το θύμιζε προ ημερών ο Γιάννης Βούλγαρης, τα κόμματα αυτά (cartel parties), όταν διακυβεύονται τα προνόμιά τους (κρατική χρηματοδότηση, προβολή στα μέσα ενημέρωσης, οικονομική λογοδοσία), λειτουργούν περισσότερο ως μηχανισμοί του κράτους παρά ως εκπρόσωποι της κοινωνίας.
Οι ευθύνες της σημερινής κυβέρνησης για την πρωτοφανή απαξίωση των θεσμών που βιώνουμε είναι ασφαλώς τεράστιες. Ο εκρηκτικός συνδυασμός πολιτικής ανεπάρκειας και θεσμικής παχυδερμίας οδήγησε σε μιαν υποβάθμιση της πολιτικής, που θα μας πάρει πολύ χρόνο να ξεπεράσουμε. Ωστόσο, η μουντή αυτή προεκλογική περίοδος ανέδειξε και κάποια από τα βαθύτερα αίτια της κακοδαιμονίας. Γι' αυτά, όπως είναι προπάντων το έλλειμμα αποτελεσματικών ελέγχων και λογοδοσίας των κυβερνώντων, μήπως ευθύνονται και τα άλλα κοινοβουλευτικά κόμματα;
Μήπως, με άλλα λόγια, όπως έδειξε και το θλιβερό «ντιμπέιτ» των πέντε πολιτικών αρχηγών, βρισκόμαστε ενώπιον ενός διακομματικού καρτέλ, που με την ανοχή της Δικαιοσύνης και της πλειονότητας των μέσων ενημέρωσης, επιδιώκει να χειραγωγήσει την πολιτική αγορά, εμποδίζοντας καθετί καινούργιο;
Για να απαντήσω στο ερώτημα αυτό, θα σταθώ σε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Ποινική ανευθυνότητα των υπουργών. Με την αναθεώρηση του 2001, ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία κατέστησαν δυσκολότερη από ποτέ άλλοτε την παραπομπή υπουργών για αξιόποινες πράξεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Το άρθρο 86 του Συντάγματος και ο ν. 3126/2003 προβλέπουν πέντε διαδοχικά φίλτρα (δικαστικά και πολιτικά) για να φθάσει ένας υπουργός που κατηγορείται στο ακροατήριο, με ειδικές πλειοψηφίες και παραγραφές. Κάτι που δεν συμβαίνει σε καμιά άλλη ώριμη κοινοβουλευτική δημοκρατία. Το ενδιαφέρον είναι ότι ΚΚΕ και Συνασπισμός, αν και δεν ψήφισαν τις σχετικές ρυθμίσεις, ουδέποτε τις κατήγγειλαν ως σκανδαλώδεις (ίσως και από «τύψεις» λόγω παραπομπών του 1989). Κατόπιν αυτού, η ιδέα Αλαβάνου για αυτοδέσμευση όλων των κομμάτων να παραπέμπουν όλους τους κατηγορούμενους υπουργούς ηχεί περισσότερο ως ευφυής ελιγμός παρά ως ρεαλιστική πρόταση διεξόδου.
Ασυλία των βουλευτών. Το 2003, με πρωτοβουλία του τότε προέδρου της Βουλής -και αφού σχετική πρόταση του κ. Ιω. Βαρβιτσιώτη απορρίφθηκε από όλα τα κόμματα μετ' επαίνων- ο Κανονισμός της Βουλής τροποποιήθηκε για να ρυθμισθεί υποτίθεται καλύτερα η άρση της ασυλίας των βουλευτών. Ετσι (άρθρο 83), για πρώτη φορά προβλέφθηκε ότι οι σχετικές αιτήσεις δεν θα υποβάλλονται απευθείας στη Βουλή από τον αρμόδιο εισαγγελέα, αλλά «αφού ελεγχθούν από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου», ότι η κρίσιμη ψηφοφορία στην ολομέλεια της Βουλής θα είναι φανερή και ότι αυτή θα διεξάγεται βάσει εκθέσεως της Επιτροπής Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας του άρθρου 43Α παρ. 1(ε΄) του Κανονισμού. Ολα αυτά με τη σκέψη ότι έτσι θα «φιλτράρονται» οι μη σοβαρές αιτήσεις που οι εισαγγελείς υποβάλλουν στη Βουλή αβασάνιστα, ύστερα από εκδικητικές μηνύσεις πολιτών.
Τα κριτήρια ωστόσο με τα οποία η Επιτροπή Δεοντολογίας καλείται να διατυπώσει το πόρισμά της εγείρουν ένα προστατευτικό τείχος για τους βουλευτές, τόσο υψηλό και αδιαπέραστο, ώστε να διερωτάται κανείς για τη συνταγματικότητά τους: η Επιτροπή αυτή, λοιπόν, δεν αρκείται στο να ερευνήσει «αν η πράξη για την οποία ζητείται η άρση της ασυλίας συνδέεται με την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή» (κάτι που θα ήταν εύλογο), αλλά ψάχνει περαιτέρω «αν η δίωξή του υποκρύπτει πολιτική σκοπιμότητα ή αποσκοπεί ενδεχομένως (!!) στο να τρωθεί το κύρος της Βουλής ή του βουλευτή ή να παρακωλυθεί ουσιαστικώς (!!) η άσκηση του λειτουργήματός του ή να επηρεασθεί (!!) η λειτουργία της Βουλής ή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας» στην οποία αυτός ανήκει. Εξ όσων γνωρίζω, ούτε για τη σκανδαλώδη αυτή διάταξη διαμαρτυρήθηκε ποτέ κανένα από τα μικρότερα κοινοβουλευτικά κόμματα.
Πρόσφατα μάλιστα συνέβη και το εξής αδιανόητο: όχι μόνον δεν ήρθη η ασυλία υφυπουργού της σημερινής κυβέρνησης, ο οποίος είχε μηνυθεί για πράξεις που είχε τελέσει προτού εκλεγεί βουλευτής, αλλά ο μηνυτής του καταδικάσθηκε για ψευδή καταμήνυση! Και τούτο, παρά το γεγονός ότι ο εν λόγω υφυπουργός δεν δικάσθηκε ποτέ, ώστε να αποδειχθεί το ψεύδος του μηνυτή του. Αντιθέτως, η Ελλάδα καταδικάσθηκε από το Δικαστήριο του Στρασβούργου για τη μη άρση της ασυλίας του από τη Βουλή (υπόθεση «Τσαλκιτζή κατά Ελλάδος», 2006)!
Χρηματοδότηση της πολιτικής. Ο νόμος προβλέπει την τακτική και εκλογική χρηματοδότηση των κοινοβουλευτικών κομμάτων με ποσά που -βρέξει χιονίσει- ορίζονται ως ποσοστό των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού του αντίστοιχου οικονομικού έτους (1,02 και 0,22 τοις χιλίοις αντιστοίχως, βλ. άρθρο 1 ν. 3023/2002, συν 0,1 τοις χιλίοις για τη χρηματοδότηση των «κέντρων ερευνών και μελετών» τους). Προβλέπεται επίσης η χρηματοδότηση των ραδιοτηλεοπτικών διαφημίσεών τους. Οσο για τα μικρότερα κόμματα, όπως έδειξε η θλιβερή κατάληξη της υπόθεσης της Δράσης του κ. Στ. Μάνου, θα πρέπει να αρκεσθούν σε 5΄ συνολικής προβολής από την ΕΡΤ, έναντι πολλών χιλιάδων λεπτών των κοινοβουλευτικών κομμάτων σε όλα τα κανάλια. Ομως ούτε και γι' αυτήν τη σκανδαλώδη ρύθμιση είδα να διαμαρτύρονται τα κόμματα της Αριστεράς.
Η σιωπή, ειδικά του ΚΚΕ, μήπως εξηγείται από το ότι στον σχετικό νόμο (τον ν. 3023/2002) περιελήφθη διάταξη η οποία επιτρέπει την κατ' εξαίρεση χρηματοδότηση κομμάτων από επιχειρήσεις που τα ίδια ελέγχουν ή που οι μετοχές τους ανήκουν «αποδεδειγμένα» «στον επικεφαλής» τους «ή σε άλλα φυσικά πρόσωπα εντεταλμένα προς τούτο από το αρμόδιο όργανο του κόμματος»; (άρθρο 7 παρ. 2).
Αδιαφάνεια των οικονομικών των κομμάτων. Για τη διασφάλιση της διαφάνειας στα κόμματα, το 2001 αναθεωρήθηκε το άρθρο 29 του Συντάγματος και συγκροτήθηκε «και με τη συμμετοχή ανώτατων δικαστικών λειτουργών» Επιτροπή Ελέγχου, στην οποία μετέχουν με έναν εκπρόσωπό τους βουλευτή όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (άρθρο 21 ν. 3023/2002). Η επιτροπή αυτή, που προεδρεύεται από έναν από τους αντιπροέδρους της Βουλής, είναι αρμόδια κατά το Σύνταγμα για τον έλεγχο των οικονομικών των κομμάτων, των βουλευτών και των υποψηφίων βουλευτών. Τις σχετικές διοικητικές κυρώσεις, που μπορούν να φθάσουν ώς την παραπομπή βουλευτή στο ΑΕΔ με το ερώτημα της έκπτωσής του, τις επιβάλλει «με αιτιολογημένη απόφαση» ο πρόεδρος της Βουλής. Εξ όσων γνωρίζω, η Επιτροπή αυτή υπολειτουργεί, δεν έχει επιβάλει καμιά σοβαρή κύρωση ώς σήμερα, οι έλεγχοι που διεξάγει είναι εικονικοί, και κανένα κόμμα δεν έχει βέβαια διαμαρτυρηθεί γι' αυτό.
Οι ανεπάρκειες της Δικαιοσύνης. Δεν είναι η στιγμή για να επανέλθει κανείς στις κρίσιμες πτυχές του θέματος που είναι γνωστές. Τα σκάνδαλα εν τούτοις των ημερών θέτουν ξανά επί τάπητος τον τρόπο διορισμού της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων από την κυβέρνηση. Δίαυλος για την άσκηση αθέμιτων πιέσεων σε βάρος των δικαστών, το άρθρο 90 του Συντάγματος πρέπει επιτέλους να αναθεωρηθεί. Αν και θεωρητικά τα κόμματα εξουσίας συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει, κάτι μου λέει ότι βολεύονται τελικά με τη σημερινή κατάσταση. Γιατί η πραγματική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης τα φοβίζει.
Αν στα ανωτέρω προσθέσει κανείς και τις αβελτηρίες μιας κομματικά διαβρωμένης διοίκησης, θα αντιληφθεί γιατί το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν πάσχει μόνο από τις αδράνειες μιας ανίκανης κυβέρνησης. Νοσεί και λόγω της παμπόνηρης στάσης ενός μακάριου καρτέλ.
Για να εξυγιανθεί λοιπόν η πολιτική στη χώρα μας δεν χρειάζονται θαύματα ούτε ανατροπές. Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις. Μεταρρυθμίσεις εντοπισμένες και καλά μελετημένες. Αν θέλουν να πείσουν ότι τις επιδιώκουν ειλικρινά, όσοι τις επαγγέλλονται χρειάζεται να κάνουν θυσίες. Οσο αργούν, τόσο οι θυσίες αυτές θα είναι μεγαλύτερες.
* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο
Sunday, June 7, 2009
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment