Wednesday, April 22, 2009

Νεοέλληνες και φυσικόν περιβάλλον η ηδονή της αυτοκαταστροφής

Νεοέλληνες και φυσικόν περιβάλλον η ηδονή της αυτοκαταστροφής



ΓΡΑΦΕΙ Ο Γεροντας Δοσίθεος ( Ηγούμενος Ι. Μονής Τατάρνης)

Η καθ' ημας αγία Ανατολή, ο χώρος δηλαδή της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου με την ενδοχώρα, είναι αναμφιβόλως το ωραιοτερο τμήμα της Δημιουργίας. Και το κατέστησεν ακόμη ωραιοτερο η παρουσία του Κυρίου στην Αγία Γη, το κήρυγμα των Αποστολων, το αίμα των μυριάδων μαρτύρων, το δάκρυ απειραρίθμων ασκητών. Είναι ο τρισευλογημένος χώρος της Ρωμηοσυνης. Ενα κομμάτι είναι και η πατρίδα μας. Ομορφη, γεμάτη κάλλη. Ακρογιαλιάς με χρυσή άμμο, βουνά παρθένα, ατελείωτα, νησιά καταμεσής του πελάγου σμιλευμένα από την αρμύρα και τον άνεμο. Ολα ωραια. Και ακόμη εκείνες οι εκκλησίες, τα εξωκκλήσια. «Εκκλησάκια ταπεινά και φτωχικά, να τι θα πη Ελλάδα». Τι θα ήσαν τα νησιά μας χωρίς τα κάτασπρα χωριά και τα ταπεινά αυτά εκκλησάκια; Τι θα ήταν η Μυκονος χωρίς την Τρουλιανή της, η Τζια χωρίς την Καστριανή της, η Τήνος χωρίς την Ευαγγελίστριά της; Τι θα ήταν η Παρος χωρίς την Καταπολιανή της; Τι θα ήσαν τα τόσα άλλα νησιά χωρίς αυτά τα λαμπρά μαργαριτάρια που σαν πνευματικό περιδέραιο τα καταστολίζουν; Θα ήσαν βράχια αφιλόξενα, ύψη ανεμοδαρμένα, χωρίς ζωη, χωρίς πνοη. Ολα μα όλα, χωριουδάκια, μοναστήρια, εξωκκλήσια, ναοί αρχαίοι μεγαλοπρεπείς, αγιάσματα, ασκητήρια, αποτελούν μια συναυλία εγχόρδων που δοξολογούν τον Θεό και που όμοιά τους στον κόσμο αλλού δεν υπάρχει.
Εως εδώ όλα καλά.
Υπάρχει όμως στην πατρίδα μας ένα είδος ζώου που φορή γραβάτα και αποκαλείται Νεοέλλην.
Πνευματικώς είναι αποχρωματισμένος. Ο εσωτερικός του κόσμος έχει υποστή κακοήθη νανισμό. Οι διδασκαλίες της Εκκλησίας για τον σεβασμό του περιβάλλοντος τον αφήνουν αδιάφορο. Η πίστις ότι ο κόσμος αυτός μέσα στον οποίον ζούμε είναι πράγματι «κόσμος», στολίδι δηλαδή, είναι κάτι το άγνωστο γι' αυτόν. Αν του πης ότι είσαι οικονόμος σε ξένη περιουσία γιατί όλα, τα γύρω σου, εσύ ο ίδιος, ανήκουν στο Θεο, θα σου πετάξη πέτρα.
Ο νεοέλλην είναι ένα είδος ανθρώπου μάλλον μοναδικό παγκοσμίως. Ηδονίζεται να καταστρέφη και να καταστρέφεται.
Εάν ερωτήσης το γιατί, η απάντησις είναι εύκολη. Φταίει η τουρκοκρατία, φταίει η τόσων αιώνων σκλαβιά. Αυτό όμως δεν είναι απάντησις, είναι υπεκφυγή. Γιατί στα χρόνια της τουρκοκρατίας οι ραγιάδες έφτιαξαν πράγματα μεγάλα και τρανά που εμείς τώρα δεν μπορούμε καν να συντηρήσουμε. Μοναστήρια θεόρατα, γεφύρια μοναδικής ομορφιάς πάνω από ορμητικά ποτάμια, έργα χρυσοχοΐας και αργυροχοΐας μεγάλης λεπτομέρειας, ξυλόγλυπτα, κεντήματα, άμφια, αγιογραφίες, φορεσιές ανδρικές και γυναικείες. Τι να πρωτοαναφέρει κανείς.
Ηλθεν η πολυπόθητος ελευθερία. Σ ενα μικρό κομμάτι της Ρωμιοσυνης. Θα έπρεπε να μείνωμεν απλώς ελεύθεροι. Και να γίνωμε όντως ελεύθεροι, ελεύθεροι παθών. Γιναμε όμως ασύδοτοι. Θεωρήσαμε την πατρίδα μας ως τι θνησιμαίο. Και ωρμησαμε ως άλλοι γύπες, όρνια δηλαδή, τις τι άρη. Αντί του σεβασμού προς τα όσα εκληρονομήσαμε από τους πατέρες μας, εκδηλώσαμε μίσος δυσεξήγητο.
Μισήσαμε τα μοναστήρια, μισήσαμε την ύπαιθρο, μισήσαμε τα χωριά μας. Τα πάντα. Καψαμε απέραντα δάση, για λίγες πιθαμές χωράφι. Για οικόπεδα αργότερα. Ζωοκλοπές, ο ένας τον άλλον. Στοίχημα· να μη φάμε από δικό μας. Μονον απ' του γείτονα. Ενα παράνομο κυνήγι που δεν άφησε λαγό, δεν άφησε πέρδικα, δεν άφησε τσιροπούλι. Το δάσος - όσο απέμεινε - μένει βουβό. Ούτε πουλί πετούμενο. Ο Αριστοτέλης γράφει ότι στο δέλτα του Νεστου - στο σημερινό κολοβό Κοτζά Ορμαν - υπήρχαν λιοντάρια, στην εποχή του. Ο ιστορικός της σήμερον θα γράψη ότι στις ημέρες μας δεν υπάρχουν ούτε αγριόγατες.
Και στα μεν πρώτα χρόνια της ελευθερίας η αποψίλωσις των δασών, το εντατικό κυνήγι ίσως εδικαιολογείτο από την φτώχεια. Ηθελαν χωράφια να σπείρουν για να ζήσουν. Ηθελαν κρέας για να στηριχθούν.
Αλλά τώρα; Τωρα που τα πολυτελή αυτοκίνητα κυλούν στην άσφαλτο με διακόσια (αν και η πινακίδα γράφει 80). Τωρα που αι πολυτελείς θαλαμηγοί σχίζουν τις θάλασσες, τώρα που τα ιδιωτικά αεροπλάνα δεν χωρούν στα αεροδρόμια, μήπως τα πράγματα βελτιώθηκαν, υπάρχει πρόοδος, υπάρχει συναίσθησις; Μυριάκις όχι!
Τα δάση αφανίζονται με εμπρησμούς για να οικοπεδοποιηθούν. Οι παραλίες ρυπαίνονται από τους κολυμβητές με κάθε είδους απορρίμματα. Οι θάλασσες φτωχαίνουν όλο και περισσότερο από πλεονεξία για πλουσιώτερες ψαριές. Λιμνες, ποτάμια, ρυάκια αφρίζουν από τα λήμματα. Τα λιπάσματα μολύνουν ζώα και φυτά, καταστρέφουν οικοσυστήματα, φθάνουν βαθειά στη γη, απειλούν ακόμη και το πόσιμο νερό. Οι δρόμοι στην επαρχία είναι εκατέρωθεν γεμάτοι κονσερβοκούτια και πλαστικές σακκούλες. Αφωρισμένες να μη λειώνουν ποτέ. Στις μεγαλουπόλεις δεν μπορείς να αναπνεύσης από το νέφος. Περπατάς σαν μεθυσμένος πέρα - δώθε για να αποφύγης το πάτημα κάποιας... βασιλοπούλας που ο ευγενής σκύλος της φιλαρέσκου κυρίας μας έκαμε την τιμή να αφήση εις ανάμνησιν διελεύσεως από το πεζοδρόμιο. Πολλοί κυνηγοί, διψώντες για αίμα, αφού δεν μπορούν να σκοτώσουν την πεθερά τους σκοτώνουν πουλιά που δεν τρώγωνται. Ερωδιους, πελεκάνους, αργυροτσικνιάδες, κορμοράνους, γλάρους. Απλως για να το «ματώσουν», για την χαρά να το βλέπουν να «πέφτη».
Αυτά δεν τελειώνουν. Εγω όμως πρέπει να τελειώσω. Και να συμπεράνω. Να συμπεράνω ότι τα όσα απρεπή, βέβηλα και ανόσια γίνονται εις βάρος του περιβάλλοντος οφείλονται κατά κύριον λόγον στον πνευματικό αποχρωματισμό του νεοέλληνος. Οσο πιο ξεπλυμένος είναι τόσον και ασελγεί.
Παλαιότερα η ορθόδοξος πίστις του του απηγόρευε ωρισμενα βασικά πράγματα. Του μάθαινε μαζί με το αλφαβητάρι να σέβεται την δημιουργία. Ηξερε ότι το γαϊδούρι του έπρεπε να το ταϊζη και όταν θα γερνούσε. Δεν το πουλούσε στους γύφτους για κρέας στα θηρία του τσίρκου Μεντράνο. Σεβονταν τις υπηρεσίες που του είχε προσφέρη τόσα και τόσα χρόνια. Ποτέ δεν έκοβε κυπαρίσσια, πλατάνια η πουρνάρια φυτευμένα δίπλα σε ερημοκκλήσια. Τα θεωρούσε ιερά, αφιερωμένα στην Παναγία η στον « Αγιο». Κυνηγούσε αλλά άφηνε θηράματα και για αναπαραγωγή, και για του χρόνου. Δεν κυνηγούσε στ' αχνάρια του χιονιού. Δεν ξεκοίλιαζε γκαστρωμένες λαγίνες. Ψαρευε για να ζήση την οικογένειά του. Δεν ξεπάστρευε και τον βυθό.
Ευτυχώς που ο τόπος μας δεν έχει βαρειά βιομηχανία, άλλως δεν θα είχε μείνει ούτε πράσινο φύλλο. Θα κάναμε εισαγωγή νερού για να πιούμε.
Ο ορθόδοξος χριστιανός δεν εγκληματεί εναντίον του περιβάλλοντος. Τουναντίον ο κατ' επίφασιν (ούτε και στην ταυτότητα πλέον) ορθόδοξος απέρριψε πάντα χαλινόν και επειδή έπιασε μια δεκάρα στην τσέπη του και λίγδωσε το άντερό του τουφεκάει τον Θεο.
Φεύγεις απ' την στράτα του Θεού; Γινεσαι ανυπόφορα εγωκεντρικός. Εγω και ο εαυτούλης μου. Τα άλλα και οι άλλοι γύρω, ας καταστραφούν. Μια μπότα βάρβαρου κατακτητή που πατά με μανία σαν να ήταν αποτσίγαρο το ταπεινό λουλουδάκι, το «κρίνον του αγρού». Μοναδικόν παγκοσμίως παράδειγμα ανθρώπου «μισούντος την εαυτού πατρίδα». Και ποιά πατρίδα. Την ωραιοτερη και ιερότερη του κόσμου...
Για την μόλυνσι του περιβάλλοντος δεν είναι αμέτοχον και το ιερατείον μας. Ηχορυπαινουν πόλεις και ύπαιθρο. Τα καμπαναριά των ναών μετεβλήθησαν σε μιναρέδες. Η «έσωθεν» λατρεία έγινε λατρεία των τριόδων και των καφενέδων. Παίζουν τάβλι, βρίζουν, ασχημονούν, θύουν τη Αφροδιτη και από τα μεγάφωνα ακούεται «τα σα εκ των σων σοι προσφέρομεν...».
Και να πης ότι η Εκκλησια είναι γεμάτη και ασφυκτιούν οι πιστοί και δεν χωράει άλλους και πρέπει να ακούσουν κάτι και οι απ' έξω, ε πάει στο καλό, άντε υποχωρούμε. Ενα μικρό μεγάφωνο έξω από την κυρία είσοδο. Να ακούεται στην αυλή και τούτο σπανίως, Χριστού, Λαμπρή και πανήγυρι. Αλλά να βουΐζουν τα μεγάφωνα μέσα στον άδειο σχεδόν ναο, να στριγγλίζουν και απ' έξω, είναι μια ηχορύπανσις για την οποία τον λόγο έχει ο εισαγγελεύς.
Στο κάτω - κάτω ο γείτονας θέλει να κοιμηθή. Εμείς με τι δικαίωμα τον ξυπνούμε; Και με πόσα μαξιλάρια πρέπει να βουλώση τα αυτιά του για να μη μας ακούη; Χωρια που το πλείστον των ψαλτών νομίζει ότι το μικρόφωνον καλύπτει τις παραφωνίες και γλυκαίνει τις φαλτσοκορώνες. Οποτε έχουμε τέλεια διαστροφή της ορθοδόξου πνευματικής λατρείας. Οι ειδωλολάτραι λάτρευαν τους ψευδοθεούς των «έξω» από τους ναούς. Εμείς λατρεύουμε τον αληθινό Θεο μας «ένδον», μέσα. Οσοι συναθροιζόμεθα εις την εκκλησιαστική σύναξι. Οι άλλοι είναι ελεύθεροι να κάνουν ο,τι θέλουν. Εμείς όμως δεν έχουμε δικαίωμα να τους ενοχλούμε.
Είναι και το άλλο. Οι καμπάνες. Ψηλωσαν τα σπίτια και πολλών τα διαμερίσματα είναι δίπλα στα καμπαναριά.
Τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε τάξις. Η μικρή καμπάνα για τον εσπερινό και τον όρθρο. Διπλοκάμπανο στη Θεία Λειτουργία. Τριπλοκάμπανο σε δεσποτικές εορτές και πανηγύρεις.
Τωρα οι καμπάνες έγιναν ηλεκτρικές. Πατά το κουμπί ο νεωκόρος χτυπούν ανηλέητα όλες μαζί αδιαφόρως ημέρας, ξεχνά να τις σταματήση γιατί κόβει αντίδωρο η κουβεντιάζει με τον παπά και άντε να έχης νεύρα να τις ακούς. Και πολλοί εκ του ιερατείου είναι κομπλεξικοί. Επειδη αντιλαμβάνονται ότι ουδείς τους υπολήπτεται, αντεκδικούνται· με όποιο μέσον διαθέτουν. Με τα μεγάφωνα, με τις καμπάνες. Να σας δείξω εγώ. Αν μπορήτε κοιμηθείτε, αχρείοι!
Εχουμε όμως και μιαν άλλη ρύπανσι. Ξεκινώ από μακρυά.
Η Αγία Εκκλησία μας γέμει συμβολισμών. Και το κερί επομένως που ανάβω έχει τον συμβολισμό του. Καίομαι εκ θείου έρωτος και λειώνω ενώπιον του θρόνου του Θεού. Και άθελά μου φωτίζω τους γύρω «όπως ίδωσι τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα τον εν τοις ουρανοίς» καίτοι πιστεύω ακραδάντως ότι και του κηρού ευτελέστερός ειμι. Εχει όμως και άλλον μυστικό συμβολισμό. Οπως η φιλεργός μέλισσα συλά τα άνθη και εκ της γύρεως κατασκευάζει το κηρί, έτσι και ο ορθόδοξος χριστιανός «συλα» τα άνθη των ποικίλων αρετών και τις προσφέρει εις τον Θεόν. Και αυτό είναι το κερί που ανάβει.
Οταν όμως το κερί είναι από παραφίνη και ξύγγι, αυτός ο συμβολισμός χάνεται εντελώς και μένει μόνον η καπνιά που μολύνει και δείχνει πόσον καπνισμένο εσωτερικό κόσμο έχουμε.
Εκπέμπομεν ούτω πως καυσαέρια που ούτε παληό φορτηγό δεν εκπέμπει αγκομαχώντας σε ανηφόρα πάνω από 10%.
Αν πης δε και για τις λαμπάδες «ίσαμε το μπόϊ» μας, τότε και οι τζιμινιέρες του « Αβέρωφ» ωχριούν.

No comments: